- κοσμοποιητικός
- κοσμο-ποιητικός, ή, όν,A creative,
δύναμις Ph. 1.4
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δύναμις Ph. 1.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοσμοποιητικός — κοσμοποιητικός, ή, όν (Α) [κοσμοποιητής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δημιουργία τού κόσμου … Dictionary of Greek
κοσμοποιητικῆς — κοσμοποιητικός creative fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμοποιητική — κοσμοποιητικός creative fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)